ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Η προδοσία απλά φαίνεται
ότι ποτέ δεν θριαμβεύει. Ο λόγος είναι ότι όταν θριαμβεύει, κανείς δεν την
αποκαλεί προδοσία. – Sir John Harrington
Η περασμένη εβδομάδα σημαδεύτηκε από
τις εξελίξεις στη Διεύθυνση Καθυστερήσεων. Οι συνάδελφοι που εργάζονται εκεί
καλούνταν σε ατομικές συναντήσεις με το διευθυντή της εν λόγω μονάδας, ο οποίος
εκτελώντας, περιέργως πώς, καθήκοντα Προσωπάρχη, τους ανακοίνωνε την απόφαση
της Τράπεζας να τους δανείσει στην QQuant.
Η διαδικασία ήταν τόσο απροκάλυπτα
παράτυπη που έκανε ακόμα και τους πλέον μειλίχιους να αγανακτήσουν. Με
δικονομικούς όρους θα μιλούσαμε για υπερβάσεις αρμοδιοτήτων και διαδικασιών. Όμως
το ζήτημα ήταν πολύ σοβαρότερο από το τυπικό του σκέλος. Είχαμε να κάνουμε με
μια ευθεία επίθεση της διοίκησης απέναντι στους εργαζόμενους, με μια αναβάθμιση
από πλευράς της των μεθόδων πίεσης προς αυτούς, στα πλαίσια μάλλον της «νέας
εταιρικής κουλτούρας» που πλέον μας διέπει.
Χάρη όμως στην παρέμβαση του ΣΥΤΑ
τελικά… αλήθεια, τι αποτέλεσμα είχε τελικά η παρέμβασή του;
Η Τράπεζα έχει ή δεν έχει σε πλήθος μονάδων
της ελλείψεις προσωπικού; 10 – 15 αποδεδειγμένα άριστοι στη δουλειά
και για το ήθος τους εργαζόμενοι που έχουν δώσει επί 10-ετίες στην Τράπεζα τον
καλύτερο εαυτό τους δεν μπορούν να αξιοποιηθούν όπου υπάρχει πραγματική
ανάγκη; Διαπιστωμένα, ναι. Ανακοίνωση
ΣΥΤΑ No 208-30/04/2020
Καθώς φαίνεται, στην τηλεδιάσκεψη του
Προέδρου και της Γραμματέως του ΣΥΤΑ με το Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας, ο
τελευταίος πρέπει να είχε ισχυρά επιχειρήματα και να τους έπεισε τελικά ότι δεν
υπάρχει πουθενά κενό σε κάποια μονάδα και, άρα, το προσωπικό της ΔΔΚ περισσεύει.
Οπότε το προεδρείο του ΣΥΤΑ κάνοντας μια (συνηθισμένη για αυτό) στροφή εκατόν
ογδόντα μοιρών, ανέλαβε πλέον να βοηθήσει την Τράπεζα να απαλλαγεί από τους
υπαλλήλους της.
Έτσι στην επόμενη ανακοίνωσή του
σπεύδει να καθησυχάσει τους συναδέλφους, βασιζόμενο στις προφορικές
διαβεβαιώσεις του διευθύνοντος ότι οι εργαζόμενοι της ΔΔΚ δεν έχουν να φοβηθούν
το παραμικρό και πως ο δανεισμός τους είναι προς το συμφέρον τους, απλά οι
ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν. Σε κάθε περίπτωση, για «οικονομοτεχνικούς λόγους»
επιβάλλεται τώρα να φύγουν και, αν εκεί τα πράγματα δεν είναι όπως θα περίμεναν,
έχουν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους για να το μετανιώσουν και να ζητήσουν να επιστρέψουν
σε ενάμιση χρόνο -αν και βέβαια, στον κόσμο των επιχειρήσεων συνηθίζεται να
λέγεται ότι μετά από την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
Οι συνάδελφοι λοιπόν θα κληθούν και
πάλι να συμμετέχουν οικειοθελώς στο νέο πρόγραμμα, καθώς, στο προηγούμενο που μόλις
έληξε και είχαν οικειοθελώς και πάλι κληθεί, δεν έδωσαν την απάντηση που έπρεπε
οικειοθελώς να δώσουν. Και θα καλούνται μέχρι να αποδεχτούν οικειοθελώς μια «προσφορά
που δε θα μπορούν να αρνηθούν». Κι ενώ φυσικά, όπως ανέκαθεν έτσι και τώρα,
σεβόμαστε την ατομική απόφαση του καθενός, από την άλλη δε μας αρέσει να
παίζουμε με τις λέξεις. Όταν τα συλλογικά ζητήματα, όπως είναι αυτό της
διασφάλισης των θέσεων εργασίας, μετατρέπονται σε ατομικά, είναι η εργοδοσία
που βγαίνει κερδισμένη και όχι εμείς. Με τρόπο ανάλογο με αυτόν που η κυβέρνηση
μετέθεσε τις ευθύνες της για την αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης στις πλάτες
μας στο όνομα της «ατομικής ευθύνης» μας, η ηγεσία του ΣΥΤΑ κρύβεται πολύ
βολικά πίσω από την «ατομική επιλογή». Που στην περίπτωσή μας θυμίζει άσκηση
τηλεκατάρτισης:
Είναι ωραίο να έχεις δικαίωμα επιλογής.
Από την άλλη, «εξασφαλίστηκε» ότι η
σύμβαση δανεισμού δε θα είναι λευκή σελίδα. Πρώτα θα καταρτιστεί κι έπειτα θα
κληθούν οι συνάδελφοι να την υπογράψουν, ενώ μάλιστα θα τους επιτραπεί και να
τη διαβάσουν. Για το περιεχόμενό της γίνεται…
«προτροπή προς τους δικηγόρους των δύο
πλευρών να ανταλλάξουν απόψεις επί του νομικού κειμένου». Αφού αυτό παρουσιάζεται ως επιτυχία,
εμείς οφείλουμε να χειροκροτήσουμε.
Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει
και τη συνήθη αντίφαση που διέπει το προεδρείο: από τη μια, καταγγέλλει
φραστικά τις ρυθμίσεις της ΠΝΠ για το δανεισμό εργαζομένων μεταξύ επιχειρήσεων κι,
από την άλλη, επικροτεί όταν αυτό συμβαίνει στο δικό του χώρο –κάτι αναμενόμενο
αφού στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να κάνει κάτι κι επί της ουσίας κι αυτό ήταν
σίγουρο από την αρχή ότι δεν επρόκειτο να γίνει. Ο ΣΥΤΑ έχει πάψει εδώ και
πολλά χρόνια να διεκδικεί το οτιδήποτε. Παίρνει ό,τι προαιρείται να δώσει η
εκάστοτε διοίκηση κι έπειτα αναλαμβάνει να μας το σερβίρει με τον κατάλληλο
τρόπο ώστε να αποφευχθούν οι κραδασμοί από τη δυσαρέσκεια. Αυτό βέβαια έχει
δυσκολέψει αρκετά, καθώς πλέον η εργοδοσία έχει σταματήσει να δίνει και μόνο
απαιτεί, όμως οι επικοινωνιακές ικανότητες του προεδρείου είναι δεδομένες και
γίνονται ακόμα πιο αποτελεσματικές όταν εφαρμόζονται μέσα σε ένα διάχυτο κλίμα
φόβου και ανασφάλειας.
Με τις ευλογίες του ΣΥΤΑ λοιπόν οι
εργαζόμενοι εξομοιωνόμαστε με εξαρτήματα παραγωγής που δανείζονται κατά το
δοκούν, με την προοπτική, από εργαζόμενοι με σταθερές θέσεις και ρυθμισμένες
σχέσεις εργασίας, να μετατραπούμε σε περιφερόμενους ενοικιαζόμενους. Στην
τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. μάλιστα άρχισαν να ακούγονται και οι πρώτες φωνές
υπεράσπισης της «αναγκαιότητας» του outsourcing, προκειμένου
η Τράπεζα να ακολουθεί τον ανταγωνισμό, προετοιμάζοντας το έδαφος για όσα
πρόκειται να ακολουθήσουν.
Γιατί ξέρουμε βέβαια πως οι επιθέσεις
δεν πρόκειται να σταματήσουν εδώ, πόσο μάλλον τώρα με το πρόσχημα της νέας
οικονομικής κρίσης. Ήδη οι τραπεζίτες διαρρέουν δημοσιεύματα για την ανάγκη περαιτέρω μείωσης του
προσωπικού των τραπεζών και του εργατικού κόστους. Και την ανάγκη τους αυτή τελικά συμμερίζονται
και στηρίζουν και οι εκπρόσωποί μας γιατί πάνω στη συμπόρευση αυτή στηρίζουν
και την αναπαραγωγή των (μειωμένων μεν, υπαρκτών δε) προνομίων τους.
Όταν έρχεται η σειρά του καθενός από μας, δεν υπερασπίζονται
τις δουλειές μας, παρά μόνο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, διαπραγματεύονται τους
όρους αποχώρησής μας: ένα πριμ αποχώρησης για μαξιλαράκι και δυο καλά λόγια για
την προσφορά μας στην ανακοίνωση που μας ξεπροβοδίζει. Μέχρι τότε καλούμαστε να
εργαζόμαστε, υπό διαρκώς αυξανόμενη πίεση κι εντατικοποίηση, για ένα μισθό που
δεν καλύπτει τις ανάγκες μας και, κατά προτίμηση, αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα,
μην τυχόν και κατηγορηθούμε για «μονομανία
αντιπαλότητας»(sic).
Όσο δυσβάσταχτη κι αν είναι μια τέτοια μομφή
και πάλι δε δεχόμαστε έτσι απλά να γίνουμε θυσία. Δεν είμαστε αναλώσιμοι.
Υ.Γ. Σε ότι
αφορά τον «αναλώσιμο» χαρακτήρα των εργαζόμενων αυτό δεν είναι πλέον μόνο
μεταφορικό. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος υπουργός ανάπτυξης μιλώντας[1] αναφορικά με
το «απαράδεκτο φαινόμενο» να υπάρχουν ουρές στις τράπεζες (όπου κατά τα άλλα περισσεύουν εργαζόμενοι), επισήμανε
ότι έχει ζητήσει από τους CEO των τραπεζών να επιληφθούν
και είναι σίγουρος ότι «από βδομάδα» θα λυθεί το θέμα. Πώς; Προφανώς, με την
προσέλευση όλου του προσωπικού, χωρίς τις δικλείδες ασφαλείας που υπάρχουν ως
τώρα για τη μη μετάδοση του COVID-19. Οι, απόλυτα
κατασταλτικές τελευταία, «συστάσεις» για κοινωνική αποστασιοποίηση
εδώ πάνε περίπατο. Το δήθεν ενδιαφέρον για το κοινό που εξυπηρετούμε, εξαντλείται ως συνήθως
στο επικοινωνιακό ζήτημα: Να μη φαίνεται ότι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα. Καθώς, η ακύρωση των συνθηκών προστασίας από
τον ιό δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και το κοινό, γι αυτό και υπάρχουν ως τώρα, για
να αποφευχθεί η αύξηση των κρουσμάτων. Οποιαδήποτε ανατροπή του υφιστάμενου
πλαισίου που θέτει σε κίνδυνο εργαζόμενους και κοινό θα μας βρει απέναντι. Κανένας
υπουργός και κανένας CEO δε δικαιούται να θεωρεί ΚΑΝΕΝΑΝ
αναλώσιμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου