Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας ΕΡγαζομένων Τράπεζας Αττικής

Ενάντια στους εργαζόμενους πίσω από κλειστές πόρτες

24-9-2017

«Εκεί που έφεραν την έρημο λένε ότι έφεραν ειρήνη»- Τάκιτος
Την περασμένη Δευτέρα 18/9 συγκλήθηκε η τακτική μηνιαία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του ΣΥΤΑ. Το βασικό θέμα της ατζέντας ήταν ο ορισμός εκπροσώπων του Συλλόγου –κατόπιν σχετικής πρόσκλησης της Διοίκησης- για τη σύσταση δύο επιτροπών που θα επεξεργαστούν:
Α) Την τροποποίηση (ή ίσως και κατάργηση) του ΛΑΚ ΙΙ (εφάπαξ)
Β) Τη σύνταξη νέου κανονισμού εργασίας
Όπως ήταν αναμενόμενο, το προεδρείο του ΣΥΤΑ επέλεξε για την εκπροσώπηση τον εαυτό του. Το πρόβλημα ωστόσο, δεν έχει να κάνει με το ποιοί θα μας εκπροσωπήσουν στις επιτροπές αυτές για λογαριασμό μας, αλλά για το τι ακριβώς πρόκειται να διαπραγματευτούν. Επειδή όταν πας να διαπραγματευτείς από μηδενική βάση κάτι που έχεις, η μόνη δυνατή κατάληξη είναι να το χάσεις, συνολικά ή εν μέρει. Εκτός αν πιστέψουμε ότι μέλημα της εργοδοσίας είναι η θέσπιση ενός πιο φιλεργατικού κανονισμού ή η αύξηση των παροχών μας. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είμαστε τόσο αφελείς.
Ειδικότερα για το κάθε ζήτημα πρέπει να σημειωθούν:
Για το ΛΑΚ ΙΙ
Το μέλλον του Λογαριασμού υποθηκεύτηκε από τότε που –με την ανοχή της ηγεσίας του ΣΥΤΑ- επικράτησαν οι ατομικές συμβάσεις έναντι των συλλογικών στις νέες προσλήψεις, καθώς και από την εξάπλωση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των συναδέλφων να μένουν εκτός του Λογαριασμού κι αυτός πλέον να αφορά μια κλειστή ομάδα εργαζομένων. Την κατάσταση επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο οι διαδοχικές εθελούσιες –εδώ όχι απλά με την ανοχή αλλά με τη συνέργεια της ηγεσίας του ΣΥΤΑ–, με αποκορύφωμα την τελευταία κατά την οποία αποχώρησε το 1/5 περίπου των ασφαλισμένων. Αν συμπεριλάβουμε ακόμα τη μείωση των μισθών που επέφερε και αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και τη μείωση των αποθεματικών από τη συμμετοχή στις ΑΜΚ, τα ελλείμματα που εμφανίζουν οι αναλογιστικές μελέτες μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Βάσει του κανονισμού του, το ΛΑΚ είναι λογαριασμός εγγυημένων παροχών και τα εκάστοτε τυχόν ελλείμματα είναι υποχρεωμένη να καλύπτει η Τράπεζα. Βασικό μέλημα της ηγεσίας του ΣΥΤΑ , ωστόσο, είναι να μην πληρώσει τίποτα η Τράπεζα και να απαλλαγεί από κάθε συμβατική υποχρέωσή της. Όμως η φύση του Λογαριασμού είναι τέτοια ώστε η μόνη εναλλακτική είναι να πληρώσουν οι εργαζόμενοι, είτε μέσω του πετσοκόμματος του εφάπαξ, είτε με τη μετατροπή του Λογαριασμού σε καθαρά ανταποδοτικό στη λογική του επαγγελματικού ταμείου, που πρακτικά θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτή τη λύση φαίνεται να προκρίνει η ηγεσία του Συλλόγου. Προσπερνώντας ακόμα και τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων που ενέκριναν τη δική τους πρόταση για συνολική επίλυση του ΛΑΚ που θα περιλάμβανε και την εκκρεμότητα του ΛΑΚ Ι (συνταξιοδοτικού), διευκολύνουν την εργοδοσία στο να ξηλώσει ό,τι έχει απομείνει από τα κεκτημένα μας με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης
Από εκεί και πέρα στο επικοινωνιακό σκέλος της υπόθεσης (βλ. ανακοίνωση ΣΥΤΑ Νο 13/21-09-2017) δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει την εξόφθαλμη αντίφαση. Από τη μια «αγανακτούν» με τη διοίκηση της ΕΤΕ που επιβουλεύεται το λογαριασμό επικούρησης των εργαζομένων της, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζονται να ξεπουλήσουν το εφάπαξ μας βάσει της ίδιας ακριβώς εργοδοτικής επιχειρηματολογίας περί ελλειμμάτων. Εμφανίζονται ως αλληλέγγυοι σε προωθημένες μορφές αγώνα των συναδέλφων της ΕΤΕ (κατάληψη κεντρικού καταστήματος), ενώ στο εσωτερικό διαχρονικά απορρίπτουν μετά βδελυγμίας ως «ακραίες» πολύ πιο απλές πρακτικές, όπως τη μαζική παρουσία εργαζομένων έξω από κεντρικά κτίρια της Τράπεζας σε απεργίες (της ΓΣΕΕ και όχι του Συλλόγου στον οποίο έχουν την πλειοψηφία), προκειμένου να μη διαταραχτεί η λειτουργία της (κάτι που είναι το ζητούμενο σε μια απεργία και το οποίο αποδέχονται μόνο όταν αφορά τις κινητοποιήσεις σε άλλες τράπεζες). Κατανοούμε ότι βρήκαν την ευκαιρία για ένα «αγωνιστικό» ξέπλυμα πλην όμως ο εργοδοτικός συνδικαλισμός δεν ξεπλένεται τόσο εύκολα. Μπορεί να παριστάνουν τους λέοντες αλλά όλοι ξέρουμε ότι είναι απλά χαμαιλέοντες.
Για τον κανονισμό εργασίας
Στον ένα χρόνο περίπου που ασκεί τα καθήκοντά της η νέα Διοίκηση, έχει γίνει απολύτως σαφές ότι αποσκοπεί στην ιδιωτικοποίηση της Τράπεζας. Μια σειρά από επιθετικές ενέργειες –η μαζική εθελούσια, οι σαρωτικές μειώσεις μισθών, το ντε φάκτο σπάσιμο της Τράπεζας σε καλή και κακή, η συρρίκνωση του δικτύου, η διευθέτηση των δικαστικών και όχι μόνο εκκρεμοτήτων με το χειρότερο τρόπο για τους εργαζόμενους– συντελούν στο να καταστεί η Τράπεζα ελκυστική για τον όποιο υποψήφιο επενδυτή –«σωτήρα». Ο στόχος αυτός προϋποθέτει το ξήλωμα κάθε δικαιώματός μας που θα μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο.
Ένα από τα τελευταία αναχώματα στην πορεία αυτή είναι ο Κανονισμός Προσωπικού, όπως φάνηκε και στην περίπτωση των επαπειλούμενων απολύσεων του περασμένου Μάρτη στην αποτροπή των οποίων συνέβαλλε και το προστατευτικό πλαίσιο που αυτός παρέχει. Η εργοδοσία μπορεί προσωρινά να έκανε πίσω, γνωρίζαμε όμως ότι θα επανέλθει. Ξαφνικά η ηγεσία του ΣΥΤΑ, μετά την προτροπή της Διοίκησης, ανακάλυψε την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» κι «επικαιροποίησης» του Κανονισμού σε μια εποχή που ξέρουμε ότι οι κατακτήσεις προηγούμενων χρόνων βάλλονται συστηματικά. Ο όποιος νέος Κανονισμός είναι δεδομένο ότι θα περιορίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων, καθιστώντας ανεξέλεγκτο το διευθυντικό δικαίωμα και δίνοντας τη δυνατότητα στην εργοδοσία να προβαίνει σε διαδικασίες fast track, παρακάμπτοντας τα θεσμοθετημένα συμβούλια κι επιτροπές. Με το ισχύον πλαίσιο είναι αναγκασμένη να κινείται στα όρια του Κανονισμού, παρακάμπτοντας π.χ. την προβλεπόμενη διαδικασία προσλήψεων μέσω διαγωνισμού μέσα από το παραθυράκι για «εξαιρετικές περιπτώσεις ιδιαζουσών αναγκών» ή προχωρώντας σε κατ’ ουσία μετακινήσεις με τη μορφή των ανανεωνόμενων δεκαπενθήμερων αποσπάσεων.  Τώρα θέλει να έχει λυμένα τα χέρια ώστε να προχωρά μονομερώς είτε σε απολύσεις είτε σε επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών τέτοια που να εξωθεί τους εκάστοτε ανεπιθύμητους σε αποχώρηση (απαλλάσσοντάς την κι από κάθε υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης). Σκοπός του νέου κανονισμού εργασίας είναι η αποδυνάμωση του ρόλου των εργαζομένων, με μείωση ή και απαλοιφή του όποιου λόγου έχουν σε ζητήματα προσλήψεων, απολύσεων, πειθαρχικών ποινών, προαγωγών, μετακινήσεων, τοποθετήσεων κ.α.
Άλλωστε παραδείγματα ανάλογων «μεταρρυθμίσεων» έχουμε άφθονα. Στο Δημόσιο Τομέα η «φιλεργατική» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το έχει κάνει ήδη πράξη. Ακόμα περισσότερες ομοιότητες βρίσκουμε στην περίπτωση του ΟΤΕ –που ιδιωτικοποιήθηκε πριν την εποχή της κρίσης– όπου το γερμανικό μονοπώλιο σε συνεργασία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία φρόντισε με μια μαζική εθελούσια να ξεφορτωθεί το παλιό προσωπικό και τα δικαιώματά του, για να επιβάλλει τις νέες και άθλιες εργασιακές σχέσεις. Στην περίπτωση αυτή, επιστρατεύτηκε και η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, από την τότε κυβέρνηση , με το οποίο προβλέπεται ότι όλες οι συμβάσεις που υποκρύπτουν μονιμότητα μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. H περίπτωση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ακουμπά και τη δική μας Τράπεζα, όπου πολλοί συνάδελφοι έχουν συμβάσεις «ορισμένου χρόνου μέχρι συνταξιοδότησης». Μπορεί οι μνημονιακοί νόμοι να είναι όλοι εναντίον του εργαζομένου, το θέμα όμως αν υπερισχύει ο μνημονιακός νόμος ή η αρχική διμερής σύμβαση μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένου, δεν έχει κριθεί στα δικαστήρια. Αυτά τα νομικά κωλύματα θέλει να υπερβεί η εργοδοσία με την αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου. Έχοντας άλλωστε και τη συνδρομή κυβέρνησης και «θεσμών» που με τον επικείμενο αντισυνδικαλιστικό νόμο θα περιορίζει ασφυκτικά το δικαίωμα στην απεργία, μπορούμε να καταλάβουμε ότι το εργασιακό μέλλον που μας προοιωνίζεται είναι ζοφερό.
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά σοβαρό καθώς αφενός δεν αφορά πλέον ένα μέρος αλλά το σύνολο των εργαζομένων (υφιστάμενων αλλά και μελλοντικών) και αφετέρου δε θα έχει περιορισμένη διάρκεια (όπως μια δυσμενής σύμβαση στη λήξη της οποίας μπορούμε να διεκδικήσουμε κάτι από όσα έχουμε χάσει), αλλά θα επηρεάσει το υπόλοιπο του εργασιακού μας βίου.
Το ζητούμενο για εμάς είναι η προάσπιση του κανονισμού και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτόν και η διεύρυνσή τους. Όχι η άνευ όρων παράδοσή τους.
Συνένοχοι συνωμότες
Σοβαρό θέμα, επίσης, δημιουργείται με αυτή καθεαυτή τη δομή και τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων. Αυτοί που με κάθε ευκαιρία ομνύουν στους θεσμούς στα λόγια ταυτόχρονα απαξιώνουν στην πράξη ένα βασικό θεσμικό όργανο του Συλλόγου (το διοικητικό συμβούλιο), μεταφέροντας τις αρμοδιότητές του σε κλειστές και αδιαφανείς επιτροπές, συστήνοντας έτσι εξωθεσμικά παράκεντρα εξουσίας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα τάξης. Είναι ζήτημα ουσίας. Νωπή είναι η εμπειρία της επιτροπής που είχαν συστήσει πέρυσι για τη σύναψη επιχειρησιακής σύμβασης, η οποία επί πολλούς μήνες λειτουργούσε εν κρυπτώ, χωρίς καμία ενημέρωση για τις εργασίες της, μέχρι τον περασμένο Φλεβάρη που ανακοινώθηκε απευθείας η επίτευξη συμφωνίας με τις γνωστές σφαγιαστικές μειώσεις.
Στο εύλογο ερώτημα ποια είναι η σκοπιμότητα των επιτροπών αυτών – από τη στιγμή που με δεδομένη την πλειοψηφία της στο διοικητικό συμβούλιο, η ηγεσία του ΣΥΤΑ μπορεί πρακτικά να επιβάλλει τις όποιες προτάσεις της- η απάντηση είναι απλή. Καθώς δεν αντέχουν ούτε τον έλεγχο ούτε την κριτική, προτιμούν τη σύγχυση και τη συσκότιση ώστε να μην εκτίθενται όταν οι αποφάσεις τους έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με αυτά που διακηρύσσουν δημόσια. Δεν είναι τυχαίο ότι ούτε καν σε 8μελείς και 12μελείς επιτροπές δε «χωράει» έστω ένας εκπρόσωπος άλλης παράταξης πέραν της δικής τους (θυμίζουμε ότι στο ΔΣ δεν είναι μόνοι τους). Αρχές όπως η διαφάνεια και η λογοδοσία πετάγονται στον κάλαθο των αχρήστων.
Υ.Γ. Είναι γνωστό ότι από τον πρόεδρο του ΣΥΤΑ δε λείπει το θράσος. Ο ίδιος που σε άλλες περιπτώσεις μας παρακινεί να εργαζόμαστε «οικειοθελώς και πέραν του ωραρίου» για το καλό της Τράπεζας, τώρα ξαφνικά ανακαλύπτει κι εξανίσταται για τη μη καταβολή υπερωριών. Όταν κάτι λες ότι το δικαιούσαι αλλά δεν ασκείς αυτό το δικαίωμά σου στην πράξη, τότε απλώς κοροϊδεύεις τον κόσμο. Για μια ακόμη φορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου