Για το νέο κανονισμό εργασίας
«Το ΔΣ του Συλλόγου […] ενέκρινε [τον Κανονισμό] σε συνέχεια διαλόγου και κατάθεσης επί μέρους προσεγγίσεων».
Ευφημισμός, οπωσδήποτε, η διατύπωση για
τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΣΥΤΑ με θέμα το νέο κανονισμό εργασίας που
κύλησε χωρίς εκπλήξεις. Από την αρχή της συνεδρίασης έγινε σαφές πως
ό,τι κι αν λεγόταν εκεί μέσα δε θα είχε καμία σημασία, στο προτεινόμενο
κείμενο κανονισμού δεν επρόκειτο να αλλάξει ούτε ένα σημείο στίξης και η
όλη διαδικασία θα είχε καθαρά τελετουργικό χαρακτήρα. Άλλωστε την
επόμενη ακριβώς ήμερα θα λάμβανε και ανάλογη τυπική έγκριση από το ΔΣ
της Τράπεζας. Άρα οποιαδήποτε δυνατότητα να κατατεθούν και να συζητηθούν
απόψεις ακόμα και μετά τη συνεδρίαση, όταν θα μπορούσαν όλοι να
επεξεργαστούν το κείμενο του κανονισμού, είχε αποκλειστεί.
Με αυτά τα δεδομένα, την τελετή άνοιξε ο
πρόεδρος του ΣΥΤΑ που αρχικά παρέλαβε το βραβείο σκηνοθεσίας
ευχαριστώντας τους συντελεστές της παραγωγής. Η υποτιθέμενη «πρωτομιλία»
του ήταν μια ανάγνωση του κανονισμού ώστε να βοηθηθούν και κάποιοι
σύμβουλοι της ΔΗΣΚ που αποφεύγουν κείμενα μεγαλύτερα από ανάρτηση στο
twitter.
Στη συνέχεια, στο βαθμό που αυτό ήταν
δυνατό με μία πρώτη ανάγνωση, επισημάναμε (κάποια από) τα εμφανώς
προβληματικά σημεία σε διατάξεις του νέου κανονισμού, επί των οποίων ο
πρόεδρος έδωσε σαφείς, αναλυτικές και τεκμηριωμένες επεξηγήσεις όπως «δεν υπάρχει πρόβλημα» και «όλα θα πάνε καλά». Η γενική γραμματέας του ΣΥΤΑ ακόμα ψάχνει να βρει τα προβλεπόμενα κοινωνικά κριτήρια στις μετακινήσεις για να μας αποστομώσει.
Ακολούθησε η δευτερομιλία του προέδρου,
με την οποία απένειμε συγχαρητήρια στον εαυτό του για το νέο, σύγχρονο,
δημοκρατικό και λειτουργικό κανονισμό εργασίας και πλέον όλα ήταν έτοιμα
για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Ηρωικές μορφές, οι σύμβουλοι της
πλειοψηφίας που περίμεναν καρτερικά στα παρτέρια τους πότε θα έρθει η
στιγμή να σηκώσουν το χέρι τους παραμένοντας σιωπηλοί προς αποφυγή
ατυχημάτων. Την κρίσιμη στιγμή πάντως τα χέρια σηκώθηκαν συγχρονισμένα
και η χορογραφία εκτελέστηκε με αρτιότητα. Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της
συνεδρίασης και η αυλαία έπεσε.
«Σε σχέση με τον ΚΕΠ του 2004
δεν παρατηρούνται ουσιώδεις αποκλίσεις, ενώ συγκριτικά με τους ΚΕΠ των
άλλων Τραπεζών η εικόνα είναι μικτή».
Η σκοπιμότητα της επιλογής μιας fast
track διαδικασίας ήταν αντιληπτή εξαρχής. Είναι σαφές ότι οι μεταβολές
με το νέο κανονισμό δεν είναι ευνοϊκές για εμάς. Η όποια εργασιακή
σταθερότητα και ασφάλεια πλήττεται, καθώς η εργοδοσία επιδιώκει το
εντελώς αντίθετο: εργασιακή ρευστότητα και ανασφάλεια.
Τόσο για άμεση χρήση -στα πλαίσια της πρόθεσής της για περαιτέρω
υποκατάσταση του υπάρχοντος δυναμικού-, όσο και για μελλοντική –έχοντας
πλέον τη δυνατότητα να ανακυκλώνει διαρκώς εργαζόμενους διαφορετικών
ταχυτήτων, κάτι που για όλους εμάς σημαίνει συνεχή πίεση για εξίσωση
προς τα κάτω. Βασικές όψεις της δυσμενούς μεταβολής του εργασιακού
τοπίου είναι:
ΣΚΟΠΟΣ
Από το προοίμιο κιόλας του κειμένου υπάρχει μια σαφής διαφορά στη διατύπωση: από το «η νομοθεσία είναι επικρατέστερη, όχι όμως και στα σημεία όπου ο Κανονισμός παρέχει μεγαλύτερη προστασία ή ευνοϊκότερη ρύθμιση» στο «η νομοθεσία είναι επικρατέστερη από τον Κανονισμό όταν παρέχει μεγαλύτερη προστασία ή ευνοϊκότερη ρύθμιση».
Ακόμα κι αν άμεσα παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα, έχει σημασία
καθώς δίνει το στίγμα. Στον προηγούμενο κανονισμό η εργατική νομοθεσία
ήταν η μίνιμουμ βάση πάνω στην οποία επέρχονταν επιμέρους βελτιωτικές παρεμβάσεις.
Τώρα αυτό δεν είναι δεδομένο, πολλά κεκτημένα δικαιώματα έχουν
κουτσουρευτεί και πλέον οι ελπίδες μας εναπόκειται στη νομοθεσία για να
παρέμβει βελτιωτικά, σε ένα περιβάλλον όπου τα εργασιακά δικαιώματα όλο
και περικόπτονται…
ΥΠΑΓΟΜΕΝΟΙ
Μια βασική έλλειψη (βλέποντάς το από
εργατική σκοπιά) του προηγούμενου Κανονισμού ήταν η εξαίρεση από αυτόν
των εργαζόμενων στην τράπεζα μέσω τρίτων, με ένα πιθανό ελαφρυντικό το
γεγονός ότι, την εποχή που συντάχθηκε, το εύρος του φαινομένου ήταν
ακόμα σχετικά περιορισμένο. Τώρα που το δουλεμπορικό καθεστώς της
ενοικιαζόμενης εργασίας είναι γενικευμένο, είναι πασιφανές ότι η ύπαρξη
εργαζομένων πολλών ταχυτήτων λειτουργεί σαν μοχλός για τη διαρκή υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων συνολικά.
Οι εκπρόσωποί μας ευλογούν στην πράξη τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις
που -στα λόγια και μόνο- καταγγέλλουν. Για εμάς σταθερός προσανατολισμός
είναι ο αγώνας ενάντια στους τεχνητούς διαχωρισμούς των εργαζόμενων.
ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ
Είναι αντιφατικό μεν, συνηθισμένο δε,
αυτοί που τυπικά ομνύουν στην αξιοκρατία και την αριστεία να αποφεύγουν
τη μόνη κατά τεκμήριο αξιοκρατική διαδικασία: το δημόσιο διαγωνισμό. Με τον οποίο διασφαλίζεται ότι επιλέγονται οι καλύτεροι για να υπηρετήσουν επακριβώς καταγεγραμμένες και προσδιορισμένες ανάγκες σε θέσεις που προκηρύσσονται ανοιχτά. Αντί αυτού πλέον έχουμε μια ΜΗ διαδικασία: το σχετικό άρθρο παραπέμπει στην «εκάστοτε προβλεπόμενη στην Τράπεζα διαδικασία»,
ενώ αυτή θα έπρεπε να ρυθμίζεται από τον ίδιο τον Κανονισμό. Όσο κι αν
από τους χειροκροτητές αυτό βαφτίζεται απλοποίηση και εκσυγχρονισμός, η
αλήθεια είναι ότι πλέον η αδιαφάνεια, που ήδη επικρατεί, επιτείνεται.
Πέρα από τα προφανή (π.χ. παράθυρο για εξατομικευμένες προσλήψεις για εξυπηρέτηση ξένων προς τις πραγματικές εργασιακές ανάγκες προτεραιοτήτων),
αποτελεί μέρος ενός συνολικότερου πλαισίου που δίνει πολύ μεγαλύτερη
άνεση στη διαχείριση του προσωπικού από τη Διοίκηση, η οποία θέλει να προσλαμβάνει, να τοποθετεί, να μετακινεί και να απολύει όσο πιο εύκολα γίνεται.
Άλλωστε το «φύγε εσύ έλα εσύ» το έχουμε
ζήσει για τα καλά εδώ και αρκετά χρόνια. Εργαζόμενοι 40, 45 ετών, που
βρίσκονται στην πιο παραγωγική τους περίοδο, θεωρούνται «πλεονάζοντες»
στο όνομα της μείωσης του λειτουργικού κόστους, ώστε να μπορούν να
χρυσοπληρώνονται εξωτερικοί συνεργάτες και γυρολόγοι «της αγοράς» που
έρχονται για να φτιάξουν βιογραφικό ή για μια τελευταία αρπαχτή (ανάλογα
και με την ηλικία τους).
ΔΟΚΙΜΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Με την κατάργηση του διαγωνισμού ως
διαδικασία πρόσληψης, καθίσταται αμφιλεγόμενη και η έννοια του δόκιμου
προσωπικού, του οποίου ο ρόλος συνδεόταν απευθείας με τη διαδικασία
αυτή. Χωρίς μια σαφή διαδικασία ένταξης δεν υπάρχει κριτήριο για το πότε
κάποιος προσλαμβάνεται ως δόκιμος. Στα πλαίσια της γενικευμένης χρήσης
του θεσμού της μαθητείας ως εργαλείο εκμετάλλευσης εργατικής δύναμης με
όρους δυσμενέστερους των προβλεπόμενων, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι πολλοί.
ΚΛΑΔΟΙ
Η κατάργηση κλάδων προσωπικού είναι άμεσα συνυφασμένη με την εξωτερίκευση τραπεζικών εργασιών,
τόσο ως συνέπεια, όσο και ως υποβοήθηση για την περαιτέρω διεύρυνσή
της. Όταν η έννοια του «πληροφορικάριου τραπεζοϋπάλληλου» καταργείται
πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε. Ο πρώτος κλάδος που καταργήθηκε ΣΥΝΟΛΙΚΑ
σε φορείς του δημοσίου το 2013, τέθηκε σε διαθεσιμότητα και επρόκειτο
να απολυθεί (αν δε γίνονταν ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ κινητοποιήσεις) ήταν ο κλάδος της
πληροφορικής. Γιατί; Για να δοθεί σε εργολάβους. Το Προεδρείο του ΣΥΤΑ
αναφέρεται στον κίνδυνο εκχώρησης εργασιών και απόσχισης κλάδων, στην
πραγματικότητα όμως ανοίγει διάπλατα το δρόμο. Να του επισημάνουμε
ωστόσο ότι η μεταφορά σε άλλο κλάδο δε σημαίνει εξασφάλιση: η κατάργηση κλάδων με τη μεταφορά του προσωπικού σε άλλους, οδηγεί στη δημιουργία δεξαμενών απολύσεων και υποχρεωτικών μετακινήσεων
ακόμα και εκτός νομού, μια και οι εναπομείναντες κλάδοι μεγαλώνουν,
βαφτίζονται «υπερπλήρεις» και το προσωπικό «πλεονάζον». Υπάρχει λόγος να
πανηγυρίζουμε λοιπόν;
Κι ενώ οι γενικές συνέπειες είναι
μόνιμες, οι ειδικές διευθετήσεις των μεταβατικών διατάξεων είναι ακριβώς
αυτό: μεταβατικές και με αποτελέσματα προσωρινά. Η κάλυψη μέσω της
αναγνώρισης κάποιων θέσεων ως προσωποπαγών είναι δίκοπο μαχαίρι, μια και
ταυτόχρονα αναγνωρίζονται ως θέσεις χωρίς αντικείμενο, ιδιαίτερα ευάλωτες στα πλαίσια των εξελισσόμενων πλάνων αναδιάρθρωσης και μετασχηματισμού των τραπεζών.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Το μαστίγιο λειτουργεί αποδοτικότερα όταν
εναλλάσσεται πού και πού με το καρότο κι αυτό στην προκείμενη περίπτωση
είναι η αξιολόγηση. Οι άδικες και μεροληπτικές κρίσεις, στις οποίες η
οσφυοκαμψία και η ευελιξία υπερισχύουν των πραγματικών προσόντων και της
προϋπηρεσίας, δεν πρόκειται να πάψουν, είναι δομικό στοιχείο αυτού του συστήματος.
Έχοντας δε και το προηγούμενο της επιχείρησης εφαρμογής της στο δημόσιο
για να «δικαιολογηθούν» απολύσεις, υποβαθμίσεις, μετακινήσεις και
μειώσεις μισθών, καταλαβαίνουμε πως η αξιολόγηση δε θα γίνει με σκοπό
την ανταμοιβή των διακριθέντων, αλλά τη δημιουργία μιας δεξαμενής δυνητικών διαθεσιμοτήτων και απολύσεων.
Ιδιαίτερα αν συνδεθεί ο μισθός με την επίτευξη ατομικών στόχων. Ας
σημειωθεί ότι, ενώ πριν οι ενστάσεις εξετάζονταν από το Συμβούλιο
Εργασιακών Σχέσεων, τώρα πάνε σε «αρμόδιο όργανο που θα καθορίσει […] η Τράπεζα», στο οποίο ναι μεν θα συμμετέχει εκπρόσωπος του Συλλόγου, δε διευκρινίζεται όμως εάν θα έχει δικαίωμα ψήφου.
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
Στο πεδίο αυτό δε μιλάμε βάσει ερμηνειών και εκτιμήσεων αλλά βάσει γεγονότων.
Τα σχετικά άρθρα έχουν συνταχθεί έτσι ώστε να καλύψουν αναδρομικά όλες
τις προηγούμενες καταχρηστικές εργοδοτικές πρακτικές σε κάποιες από τις
οποίες υπήρξαν αντιδράσεις, συλλογικές ή ατομικές, αγωνιστικές ή
νομικές.
Την αρμοδιότητα είχε πριν το Συμβούλιο
Εργασιακών Σχέσεων (που καταργείται και στο οποίο είχαμε δύο
εκπροσώπους, οι οποίοι δεν ήταν δεδομένο ότι θα ήταν εσαεί φίλα
προσκείμενοι στην εργοδοσία). Εξ ορισμού η μεταφορά της από ένα
συλλογικό όργανο σε ένα πρόσωπο (όποιο κι αν είναι αυτό) εξ ορισμού
αφαιρεί μια δικλείδα (σχετικής τουλάχιστον) αμεροληψίας και διαβούλευσης
και ενισχύει τον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία. Η απάλειψη ακόμα και στοιχειωδών κοινωνικών κριτηρίων (το ενοχλητικό για κάποιους «κατά
τη διενέργεια μεταθέσεων πρέπει να σταθμίζεται, εκτός από το συμφέρον
της Τράπεζας, και η οικογενειακή κατάσταση όπως και η κατάσταση υγείας
του υπαλλήλου, η ιεραρχική του θέση και η δυνατότητα εξέλιξης του») είναι ενδεικτική, την απαιτούσε άλλωστε η θεσμικά εκπεφρασμένη άποψη ότι τα παιδιά δε χρειάζονται και τους δύο γονείς
(από μεγαλοψυχία πάντως δίνουν και τρεις ημέρες άδεια ετησίως για να
τους συναντούν που και που). Κι ενώ υποτίθεται ότι πριν από μια
μετακίνηση σε θέση εκτός νομού εξετάζεται η δυνατότητα κάλυψής της από
εργαζόμενους που έχουν υποβάλει σχετική αίτηση, αναρωτιόμαστε πώς θα
υπάρξουν τέτοιες αιτήσεις όταν ταυτόχρονα καταργούνται τα όποια οικονομικά κίνητρα για όσους πιθανά ενδιαφέρονταν. Όσο για την αποζημίωση των υποχρεωτικά μετατιθέμενων εκτός νομού:
- Καταργείται το στεγαστικό επίδομα
- Τα έξοδα εγκατάστασης που προηγουμένως καθορίζονταν με σαφήνεια (αποδοχές ενός μήνα) πλέον επαφίενται στην απόλυτη κρίση της Τράπεζας («καταβάλλονται έξοδα… η φύση κι η διάρκεια καταβολής …ορίζεται από την Τράπεζα λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων συνθηκών της κάθε μεταθέσεως»).
Όπως έδειξε και η περσινή εμπειρία με τις
εκδικητικές μεταθέσεις της Πράξης 46/10.04.2018, η Διοίκηση ενίοτε
χρησιμοποιεί τις μεταθέσεις όχι με σκοπό την κάλυψη (αντίθετα, ακόμα και
σε βάρος) των πραγματικών αναγκών, αλλά ως μέσο πίεσης, εκφοβισμού και πειθάρχησης. Αυτό μπορεί πλέον να το κάνει με μεγαλύτερη ευχέρεια. Με μεταθέσεις ανά την επικράτεια χωρίς πλέον κανένα χρονικό όριο και αποσπάσεις για την κάλυψη «προσωρινών και/ή επειγουσών και/η άμεσων και/η εξαιρετικών αναγκών» που ξεχειλώνουν στο 12μηνο (περισσότερο πια κι από τη στρατιωτική θητεία).
Γνωρίζοντας ότι το θέμα «καίει», το
προεδρείο του ΣΥΤΑ στην ερμηνευτική του ανακοίνωση Νο 130 νιώθει
υποχρεωμένο να επισημάνει την αγωνιστική του επαγρύπνηση σε περιπτώσεις
κατάχρησης του διευθυντικού δικαιώματος. Αν μιλούσαμε σε θεωρητικό μόνο
επίπεδο θα αντιτείναμε ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να στοιχειοθετήσεις
καταχρηστικότητα στην άσκηση ενός δικαιώματος που έχεις καταστήσει πρακτικά απεριόριστο και με την υπογραφή σου.
Επειδή όμως υπάρχουν και τα γεγονότα, την «επαγρύπνηση» αυτή τη βίωσαν
περισσότερο από όλους οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που βρέθηκαν στο στόχαστρο
τα τελευταία δύο χρόνια, τόσο αυτοί που αναγκάστηκαν να υποκύψουν στον
εκβιασμό και αποχώρησαν όσο κι εκείνοι που έμειναν και συνεχίζουν να το
παλεύουν. Το προεδρείο του ΣΥΤΑ με τη στάση του το μόνο που δημιούργησε
σε όλους μας ήταν ένα αίσθημα ανασφάλειας και απόλυτης υπαγωγής μας στις ορέξεις της εργοδοσίας.
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Εδώ οι συντάκτες προφανώς δεν είχαν και
πολλά να ρυθμίσουν και το σχετικό άρθρο είναι σχεδόν πλήρης αντιγραφή
του αντίστοιχου προηγούμενου με μια μικρή ωστόσο προσθήκη: «σε ώρες που δεν εμποδίζονται οι εργασίες».
Που δεν μπορεί να είναι τυχαία. Η σκοπιμότητά της είναι προφανής κι
αυτό που μένει να αποδειχθεί είναι το πιθανό εύρος εφαρμογής της, με
τυχόν «περίεργες» ερμηνείες. Συνδικαλισμός εξ ορισμού είναι η οργάνωση και η δράση των εργαζόμενων στους χώρους δουλειάς τους κι όχι χόμπι του σαββατοκύριακου.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.
Τα ανώτερα χρηματικά πρόστιμα αυξάνονται κατά 1.500% (από το 1/5 των
μηνιαίων αποδοχών σε αποδοχές 3 μηνών), ενώ διπλασιάζεται και η ανώτατη
διάρκεια της ποινής προσωρινής παύσης (από 3 σε 6 μήνες). Το σκεπτικό με
το οποίο η σκλήρυνση των ποινών συνιστά, σύμφωνα με την ανακοίνωση Νο
130 του ΣΥΤΑ, εκδημοκρατισμό και εχέγγυο αντικειμενικότητας, αδυνατούμε
να το παρακολουθήσουμε. Μία, εύλογη τουλάχιστον, εκτίμηση είναι ότι
είναι πιθανό να αυξηθεί η δραστηριότητα των πειθαρχικών, πιθανά και με
την εκκαθάριση παλιότερων εκκρεμοτήτων. Κι αν οι περισσότεροι μπορεί να
υποθέτουμε ότι τα πειθαρχικά δεν αφορούν εμάς αλλά κάποιους «κακούς», τα
πράγματα μπορεί να μην είναι ακριβώς έτσι. Πρόσφατα σε μεγάλη τράπεζα κλήθηκαν σε απολογία ενώπιον του πειθαρχικού 45 συνάδελφοι για αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους.
ΛΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ο θεμιτός και δίκαιος στόχος του κάθε συναδέλφου να εργαστεί έως τη σύνταξη στην τράπεζα δε θα είναι πια εφικτός αφού απαλείφθηκε η ενοχλητική διάταξη του προηγούμενου κανονισμού «η
εργασιακή σχέση του μόνιμου προσωπικού λύνεται αυτοδικαίως, ως σύμβαση
ορισμένου χρόνου την 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο ο εργαζόμενος
συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του εφόσον πληροί τις
προϋποθέσεις άμεσης συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη από οποιαδήποτε
φορέα κοινωνικής ασφάλισης». Στην ανακοίνωση Νο 130 το προεδρείο
του ΣΥΤΑ καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να χρυσώσει το χάπι για την πλέον
επώδυνη για τους εργαζόμενους μεταβολή του κανονισμού. Ξεκινά με μια
μισή αλήθεια: η ΠΥΣ 6/2012 μετέτρεψε όλες τις συμβάσεις εργασίας σε
αορίστου χρόνου σε αντίθεση με τα όσα προβλέπονταν από τις ήδη υφιστάμενες συμβάσεις και κανονισμούς. Δεν ήταν και εξακολουθεί να μην είναι, ωστόσο, δεσμευτική
για το περιεχόμενο των συμβάσεων και των κανονισμών που θα υπογράφονταν
μετά από την εφαρμογή της. Νομικό κώλυμα για την ύπαρξη μιας ανάλογα
προστατευτικής ρήτρας στο νέο κανονισμό δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε όμως ούτε και ανάλογη βούληση από πλευράς των εκπροσώπων μας.
Στα πλαίσια αυτά, η διατήρηση (έστω και κουτσουρεμένου) του επιδόματος αποχώρησης μετά τη 15ετία αναμένεται να γίνει εργαλείο για μια διαρκή «εθελούσια».
Το να παρουσιάζεται σαν θετικό για τον εργαζόμενο που το παίρνει ακόμα
κι αν αποχωρήσει χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας δε στηρίζεται στα
πραγματικά δεδομένα. Με δύο μαζικά προγράμματα εθελούσιας τα τελευταία
2,5 χρόνια, είναι βέβαιο ότι όσοι παραμείναμε το επιλέξαμε επειδή
θέλουμε να κάνουμε την ίδια δουλειά και αύριο.
«Το συνδικαλιστικό κίνημα να βρίσκεται σε μόνιμη επιφυλακή, αγωνιστική ετοιμότητα, συνειδητοποιημένη και μαζική δράση».
Ο νέος κανονισμός είναι κομμένος και
ραμμένος στα μέτρα της εργοδοσίας, κάτι απολύτως αναμενόμενο καθώς
εκείνη ουσιαστικά τον επέβαλλε χωρίς καμιά αντίδραση από το συνομιλητή της (ή «κοινωνικό εταίρο»), την πλειοψηφία του ΔΣ.
Η συλλογική δράση είναι το μόνο που μας καθιστά ικανούς να
αντιμετωπίσουμε εργοδοσίες, κυβερνήσεις κι άλλες φαινομενικά υπέρτερες
δυνάμεις. Όταν απαξιώνεται και μπαίνει στο περιθώριο, τότε οι συσχετισμοί είναι εκ προοιμίου άνισοι και αυτό ακριβώς αποτυπώνεται σε αυτή την ετεροβαρή συμφωνία.
Η προσπάθεια για αλλαγή των
συσχετισμών αυτών και για αποτελεσματική υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας,
όμως, είναι συνεχής και καθημερινή και δε σταματάει κάτω από
οποιοδήποτε κανονιστικό πλαίσιο. Δεν έχουμε ούτε τη διάθεση αλλά ούτε
και την πολυτέλεια να μεμψιμοιρούμε, άλλωστε ούτε και η πραγματικότητα
το επιτρέπει.
Μπροστά μας τώρα είναι η μάχη για την
κλαδική σύμβαση. Είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν πρόκειται να μας χαριστεί
από τους «κοινωνικούς εταίρους» (ούτε βέβαια κι από την «αριστερή
κυβέρνηση»). Εμείς είμαστε που θα πρέπει να βάλουμε μπροστά τις ανάγκες μας και να τις κάνουμε διεκδικήσεις. Την Τετάρτη 20 του μήνα αλλά και κάθε μέρα και με όποιο κανονισμό παλεύουμε για: Ρήτρα μη απολύσεων. Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους. Αύξηση των μισθών και μείωση του χρόνου εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου