Υπηρέτες δύο αφεντάδων; Όχι εμείς!
Την εβδομάδα που πέρασε συνέβησαν κάποια γεγονότα που μπορούν να χαρακτηριστούν καινοφανή όχι μόνο για την Τράπεζα αλλά για τη μισθωτή εργασία γενικότερα. Οι εννέα συνάδελφοί μας της πρώην Δ/νσης Διαχείρισης Καθυστερήσεων που είναι πλέον τοποθετημένοι στη Δ/νση Μετασχηματισμού, ενημερώθηκαν προφορικά (αρχικά τηλεφωνικά και στη συνέχεια δια ζώσης) από στέλεχος της Qquant ότι, αρχής γενομένης από σήμερα, θα προσέρχονται για εργασία στην έδρα της εν λόγω εταιρείας. Από όσες διευκρινιστικές ερωτήσεις έθεσαν οι συνάδελφοι, έγινε σαφές ότι οι όροι και οι συνθήκες που διέπουν το εργασιακό καθεστώς στη συγκεκριμένη εταιρεία είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς των τραπεζοϋπαλλήλων.
Στην περίπτωση αυτή είναι τόσες οι παρατυπίες που έχουν γίνει ώστε πραγματικά δεν ξέρει κανείς από πού να αρχίσει. Επιγραμματικά θα θέσουμε τα εξής:
· Η μετάβαση των εργαζομένων της πρώην ΔΔΚ που ακολούθησε τη μεταβίβαση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έγινε μέσα από μια διαδικασία η οποία συμφωνήθηκε εγγράφως ανάμεσα στα τρία μέρη (τράπεζα, σύλλογος εργαζομένων, εταιρεία διαχείρισης). Οριζόταν με σαφήνεια ότι το πρόγραμμα μετάβασης είχε εθελοντικό χαρακτήρα κι έτσι κάποιοι επέλεξαν να παραμείνουν στην Τράπεζα, ενώ κάποιοι άλλοι να λάβουν τις προβλεπόμενες πρόσθετες παροχές και να αποχωρήσουν. Γενικά μιλώντας, δε συνηθίζεται να δίνονται κίνητρα για να πάει κανείς κάπου καλύτερα από εκεί που είναι αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι η διάρκεια αυτού του προγράμματος έχει παρέλθει εδώ και πολλούς μήνες. Όσοι επέλεξαν να μην κάνουν χρήση του προγράμματος και παρέμειναν στην Τράπεζα, είναι τραπεζοϋπάλληλοι με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με όλους τους υπόλοιπους.
· Το διευθυντικό δικαίωμα, η δυνατότητα δηλαδή του εργοδότη να ορίζει τη θέση και τη φύση της εργασίας που θα παρέχει ο υπάλληλός του σε μια οργανογραμματική δομή που διαμορφώνει η επιχείρηση σύμφωνα με τους στόχους και τις προτεραιότητες της, δεν είναι απεριόριστο. Υπόκειται σε και δεσμεύεται από την εκάστοτε υφιστάμενη νομοθεσία, μέρος της οποίας αποτελούν και οι συλλογικές συμβάσεις, και η οποία σαφώς και υπερισχύει όταν έρχεται σε αντίθεση με αυτή. Στην περίπτωση της Τράπεζας λοιπόν, η διοίκηση έχει δικαίωμα να ανοίγει και να κλείνει καταστήματα, να συστήνει και να καταργεί διευθύνσεις, να συγκροτεί και να διαλύει επιτροπές και ομάδες έργου κτλ. Δεν μπορεί όμως να ορίζει για τους εργαζόμενους σε αυτές το ωράριο, τις άδειες και όποια άλλα ζητήματα ρυθμίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις. Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε υπέρβαση του διευθυντικού δικαιώματος και κάθε αποτέλεσμα που θα παρήγαγε αυτό θα ήταν άκυρο.
· Στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια το λεγόμενο διευθυντικό δικαίωμα δεν υφίσταται καν. Οι συνάδελφοι της πρώην ΔΔΚ είναι υπάλληλοι της Τράπεζας, αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο σε αυτή και καμία τρίτη εταιρεία δεν δικαιούται να τους δίνει εντολές. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με υπέρβαση αρμοδιοτήτων αλλά με κάτι που στο ποινικό δίκαιο θα ονομαζόταν “αντιποίηση αρχής”.
· Καθώς “στην προκείμενη περίπτωση δεν τηρήθηκαν οι νομοκανονιστικές διατάξεις” αυτή η διαδικασία μετακίνησης των συναδέλφων δεν είχε καμία νομική βάση, οπότε η Τράπεζα και η Qquant υποχρεώθηκαν σε προσωρινή αναδίπλωση. Όπως, δε, συμβαίνει πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις όταν κάποια παρατυπία έρχεται στο φως, άρχισε ένα γαϊτανάκι αποποίησης ευθυνών από τους διοικούντες από τους οποίους κανείς δεν είχε ιδέα για το τι έχει συμβεί. Δεν έχουμε ούτε τα μέσα αλλά ούτε και τη διάθεση να υποκαταστήσουμε τη Δ/νση Εσωτερικού Ελέγχου στη διερεύνηση των ευθυνών, αλλά στην περίπτωση αυτή έχει διαπραχθεί μεταξύ άλλων και μια καραμπινάτη παρανομία μπροστά στην οποία δεν μπορεί κανείς να κλείσει τα μάτια. Οι αριθμοί τηλεφώνου των συναδέλφων, οι διευθύνσεις κατοικίας τους και η προϋπηρεσία τους στην Τράπεζα, κάποια δηλαδή από τα κατεξοχήν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, χωρίς καμία συναίνεση ή εξουσιοδότηση δόθηκαν σε κάποιον τρίτο. Τα στοιχεία αυτά τηρούνται στη Δ/νση Ανθρώπινου Δυναμικού και υπεύθυνος για την ορθή φύλαξη και διαχείρισή τους είναι εκ των πραγμάτων ο επικεφαλής της. Στην περίπτωση αυτή είχαμε παράδοση αυτών των δεδομένων και ο αρμόδιος για την τήρησή τους φέρει σοβαρές πειθαρχικές (κι ενδεχομένως όχι μόνο) ευθύνες. Άλλωστε και ο ίδιος ο όρος “θέση ευθύνης” υποδηλώνει ότι αυτός που την κατέχει εκτός από προνόμια έχει και κάποιες αυξημένες υποχρεώσεις.
· Τέλος, όσον αφορά τη στάση του προεδρείου του Συλλόγου, ήταν η απολύτως αναμενόμενη. Προτροπή στους συναδέλφους να κινηθούν αν θέλουν από μόνοι τους δικαστικά και αυτοί θα τους συνδράμουν με θετικές σκέψεις και προσευχές, συστήνοντας παράλληλα να πάει ο καθένας με το δικό του δικηγόρο. Άλλωστε το -αδρά αμειβόμενο από τις συνδρομές μας – συνεργαζόμενο νομικό γραφείο ενίοτε κάνει μπίζνες και με την Τράπεζα και δεν θα ‘θελε να τις χαλάσει για χάρη μερικών εργαζόμενων. Όσο για το Σ.Υ.Τ.Α., ο ρόλος του εξαντλήθηκε στο να εξασφαλίσει έγκαιρα τη μετάθεση των “πουλέν” του. Από εκεί και πέρα, όταν κάποιον τον κρατάει η εργοδοσία στο χέρι, λογικό είναι να στέκεται σούζα μπροστά της και να παριστάνει διαρκώς ότι ψιχαλίζει.
Εν ολίγοις, εφόσον η Τράπεζα επιθυμεί να ασκήσει το διευθυντικό της δικαίωμα και να στήσει μια ομάδα έργου με τους συγκεκριμένους εργαζόμενους για να συνεργαστεί με την εταιρεία διαχείρισης, καλείται να το κάνει με νόμιμο τρόπο. Ως τότε καμιά μετακίνηση δε γίνεται δεκτή.
Πρωτοβουλία Εργαζομένων Τράπεζας Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου